κατακρημνίζει

κατακρημνίζει
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind mp 2nd sg
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind act 3rd sg
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind mp 2nd sg
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλδόλη — Ένωση που σχηματίζεται από συμπύκνωση δύο μορίων αλδεΰδης. Η συμπύκνωση συνίσταται σε μια ειδική αντίδραση μεταξύ των δύο μορίων, εξαιτίας της οποίας στην αλδόλη που προκύπτει περιέχεται τόσο η αλκοολομάδα ΟΗ όσο και η αλδεϋδομάδα CHO. H… …   Dictionary of Greek

  • ερειψιπύλας — ἐρειψιπύλας, ὁ (Α) αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. τού πύλη)] …   Dictionary of Greek

  • κατακρημνιστής — κατακρημνιστής, ὁ (Α) [κατακρημνίζω] αυτός που κατακρημνίζει κάποιον, αυτός που ρίχνει κάποιον από γκρεμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”